(Ο Γρηγόρης Αυξεντίου αποκλεισμένος στη σπηλιά της Μονής
Μαχαιρά):
ΤΕΛΕΙΩΣΑΝ πια τα ψέματα – δικά μας και ξένα
Η φωτιά η παντάνασσα πλησιάζει. Δεν μπορείς πια
Να ξεχωρίσεις αν καίγεται σκοίνος ή φτέρη ή θυμάρι. Η φωτιά
πλησιάζει.
Κι όμως πρέπει να προφτάσω να ξεχωρίσω,
Να δω, να υπολογίσω, να σκεφτώ – (για ποιόν; Για μένα;
Για τους άλλους;) Πρέπει.
Μου χρειάζεται πριν απ' το θάνατό μου μια ύστατη γνώση,
η γνώση του θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω.
Οι άλλοι τέσσερις έφυγαν. Στο καλό. Τι ησυχία –
σα νάναι εδώ να γεννηθεί ένα παιδί ή να πεθάνει ένας μάρτυρας˙
και περιμένεις
ν’ ακουστεί μια πελώρια κραυγή (του παιδιού ή του Θεού), μια
κραυγή πιο τρανή απ’ τη σιωπή
που θα ρίξει τα τείχη του πριν, του μετά και του τώρα˙ να μπο-
ρέσεις
να θυμηθείς, να μαντέψεις, να ζήσεις μαζί, μες σε μια άχρονη
στιγμή, τα πάντα. Όμως τίποτα.
Μαρμαρωμένη ησυχία, – μ’ όλο που ακούγονται
οι ντουφεκιές κ’ οι φωνές – πόσο ξένα˙ δεν ακούγονται, χαρά-
ζονται
στεγνά σα σύρματα κομμένα ή σα νερά που κρυστάλλωσαν πριν
πέσουν
και μένουν σ’ έναν ξένο χώρο, σταματημένα κ' αιχμηρά. Τι ησυ-
χία, –
μ’όλο που ακούγεται η έλευση της φωτιάς. Δεν είναι ώρα πια
για πίσω –
Πίσω και πλάι και πάνω, το φράγμα της πέτρας˙ μπροστά
ένας μικρός ή ο ατελείωτος θάνατος˙ στη μέση
( στη μέση ; ) εγώ. - Τι είναι ένας άνθρωπος κλεισμένος στη φωτιά και στην πέτρα, που η μόνη του διέξοδος :
Ένας τμηματικός θάνατος ; Πρέπει να τον γνωρίσω.
Δεν προφταίνω.
ΙΣΩΣ και να μπορούσα να γλυτώσω. Ίσως μπορούσα
ν’ αντέξω την καταφρόνια ή την συγγνώμη ή την λησμονιά των
άλλων. Όμως εγώ θα μπορούσα
να λησμονήσω το φως που ονειρευτήκαμε μαζί; κείνο το μέγα
καρδιοχτύπι της σημαίας μας; Θα μπορούσα
να βολευτώ στον ίσκιο μιας γωνιάς με σταυρωμένα τα χέρια γύρω
στα σταυρωμένα γόνατα
σα μνησίκακη, μεμψίμοιρη ή αμέτοχη αράχνη
που πλέκει μόνο με το σάλιο της τα δίχτυα της;
Ίσως μπορούσε, κ’ έτσι ακόμη, νάταν όμορφα –
μια πεταλούδα παραπλανημένη ίσως θαρχόταν κάποτε να καθίσει
στα κάγκελα του παραθύρου
παίζοντας αόριστα, όχι για μένα, (μα ίσως και για μένα), τη δί-
δυμη, λεπτή σημαιούλα της˙
μια γραμμή φως ίσως περνούσε απ’ τη χαραματιά της πόρτας σαν
το μικρό δαχτυλάκι μιας φίλης
Που τραβάει επιτιμητικά μια γραμμή στη σκόνη του τραπεζιού
σου με τα τεφτέρια σου.
Η φωνή ενός παιδιού – δε μπορεί – θ’ ακουγόταν στα χωράφια
ένα απόγευμα
κ’ η ματιά μιας γυναίκας που ονειρεύεται χαμογελώντας – η μα-
τιά της, χαμένη στο βράδι, θα σ’ άγγιζε,
η ματιά μιας γυναίκας που δε σ’ είδε και την είδες.
Ίσως και νάταν καλά. Ένας γλόμπος που θ’ άναβε νωρίς μπρο-
στά στην καγκελόπορτα της φυλακής σου
μες στο ρόδινο ανοιξιάτικο δείλι, θάταν ίσως
τούτος ο γλόμπος η απαλή καμπύλη ολόκληρης ακρογιαλιάς˙ θα
μαζεύονταν πάνω του τα έντομα
σαν τα μικρά καΐκια σ’ ένα λιμανάκι του νησιού μας.
Παντού μπορείς να ταξιδέψεις κι ασάλευτος.
Μονάχα η τελευταία ακινησία : αταξίδευτη. Δε μπόρεσα να φύγω.
Δε χωρούσα. Είταν η έξοδος στενή. Μούλειψε και το θάρρος
μήπως και δε μπορέσω να πεθάνω. Συχωράτε με.
Ίσως οι τέσσερις συντρόφοι μου νάταν πιο δυνατοί από μένα –
δηλαδή πιο ειλικρινείς.
Εγώ ήμουν αδύναμος : Ντράπηκα.